παλαιομαστόδους

παλαιομαστόδους
(palaeomastodon). Γένος προβοσκιδωτών θηλαστικών, που έχει εκλείψει. Είναι αξιοσημείωτο για τον πρωτόγονο χαρακτήρα του κρανίου και των δοντιών του. Οι δύο τομείς του κάθε σαγονιού είχαν μάλιστα μετασχηματιστεί σε κοντούς χαυλιόδοντες. Οι π. είναι οι πρόγονοι των μαστόδοντων και όλων των προβοσκιδωτών. Από τα ζώα αυτά επέζησαν μέχρι σήμερα μόνο οι ελέφαντες. Απολιθωμένα λείψανα π. βρέθηκαν μέσα σε ολιγοκαινικά στρώματα στην περιοχή του Φαγιούμ της Αιγύπτου. Τα απολιθώματα αυτά διατηρήθηκαν σε άριστη κατάσταση, γεγονός που οφείλεται στο ιδιαίτερα ξηρό κλίμα της περιοχής, της Αρσινόης των Πτολεμαίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”